τελεόστεος

τελεόστεος
-α, -ο, Ν
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τελεόστεοι
ζωολ. η πολυπληθέστερη και πιο εξελιγμένη ανθυφομοταξία ακτινοπτερύγιων οστεοϊχθύων, στην οποία ανήκουν 20.000 περίπου αρτίγονα είδη καταταγμένα σε 24 τάξεις, με ευρύτατη διάδοση σε όλες τις θάλασσες και όλα τα γλυκά νερά, μεταξύ τών οποίων συγκαταλέγονται μεγάλης οικονομικής αξίας αλιεύματα, όπως είναι ο τόνος, η ρέγγα, η σαρδέλα, ο μπακαλιάρος, ο σολομός κ.ά., και τών οποίων κύριο ανατομικό διακριτικό γνώρισμα είναι το ομόκερκο ουραίο πτερύγιό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teleostei (< τέλος + ὀστέον / ὀστοῦν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… …   Dictionary of Greek

  • γυμνόνωτος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνά ή ακάλυπτα νώτα 2. το αρσ. ως ουσ. μεγάλος τελεόστεος ιχθύς τού γλυκού νερού τής τροπικής Αμερικής με ισχυρά ηλεκτρικά όργανα, ηλεκτροφόρο χέλι …   Dictionary of Greek

  • γόγγρος — ο (AM γόγγρος) τελεόστεος ιχθύς, χέλι τής θάλασσας, μουγγρί αρχ. ρόζος στον φλοιό τών δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • δέντηξ — ο Τελεόστεος Ιχθύς με γνωστότερα είδη η συναγρίδα (δέντηξ ο κοινός) και το φαγγρί (δέντηξ ο μακρόφθαλμος) …   Dictionary of Greek

  • δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… …   Dictionary of Greek

  • ηλωτός — ή, ό (AM ἡλωτός, ή, όν) νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ηλωτός ακανθοπτερύγιος τελεόστεος ιχθύς τής οικογένειας περκιίδες μσν. αυτός που έχει σχήμα καρφιού αρχ. ο καρφωμένος, ο στερεωμένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. και μσν. σημ. <… …   Dictionary of Greek

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • τσίπουρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… …   Dictionary of Greek

  • τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… …   Dictionary of Greek

  • φυσόκλειστος — ο, Ν ζωολ. τελεόστεος ιχθύς τού οποίου η νηκτική κύστη έχει χάσει κάθε επικοινωνία με τον οισοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. physoclistous] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”